τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain
αὐλοδόκη, η (Α)η αυλοθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -δόκη < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόκη)].