ἀποδεχθείς
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Ion. for ἀποδειχθείς, Hdt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεχθείς: Ἰων. ἀντὶ ἀποδειχθείς, Ἡρόδ.
Spanish (DGE)
v. ἀποδείκνυμι.
Greek Monotonic
ἀποδεχθείς: Ιων. αντί ἀποδειχθείς.