Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
inf. pf. ion. de συμβαίνω.
συμβεβάναι: [ᾰ], αντί -βεβηκέναι, απαρ. παρακ. του συμβαίνω.