παρεκτέον
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
(παρέχω)
A one must furnish, afford, ἡμῖν γέλωτα X.Cyr. 2.2.15; τινὶ χάριν Andronic.Rhod.p.577 M.; π. ἑαυτὴν ἑπιτηδείαν TheanoEp.5.4, cf. Gal.17(2).355.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παράσχῃ, νὰ ἐμποιήσῃ τι, γέλωτά τινι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15.
Greek Monotonic
παρεκτέον: ρημ. επίθ. του παρέχω, αυτό που πρέπει να προξενήσει κάτι, σε Ξεν.