παραχωρητέον

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχωρητέον Medium diacritics: παραχωρητέον Low diacritics: παραχωρητέον Capitals: ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: parachōrētéon Transliteration B: parachōrēteon Transliteration C: parachoriteon Beta Code: paraxwrhte/on

English (LSJ)

   A one must give way, ἐν ὁδοῖς π. τινί X.Lac.9.5.    2 c. gen. et dat., one must give way in a thing to a person, τοῦ ἀκριβοῦς ἄλλοις Str.4.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

παραχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) μετὰ γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι πρόσωπον, Στράβ. 177· ἴδε παραχωρέω.

Greek Monotonic

παραχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.