βαρβαρόομαι

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Spanish (DGE)

(βαρβᾰρόομαι) 1 expresarse con gritos ininteligibles de pájaros, S.Ant.1002.
2 hacerse bárbaro βεβαρβάρωσαι, χρόνιος ὢν ἐν βαρβάροις te has convertido en bárbaro, demorándote tanto tiempo entre bárbaros E.Or.485
en v. pas. ser dominado por los bárbaros οἱ βαρβαρωθέντες τόποι PLond.1674.22 (VI d.C.).
3 comportarse brutal o bárbaramente πρὸς ἀλλήλους Antipho CPF 1A.2.9, τοῖς φρονήμασιν ὁ βασιλεὺς βεβαρβαρωμένος el rey, comportándose con bárbaras intenciones LXX 2Ma.13.9, cf. Chrys.M.60.267, Cyr.Al.M.77.588C.

Greek Monotonic

βαρβᾰρόομαι: Παθ., γίνομαι βάρβαρος, σε Ευρ.· βεβαρβαρωμένος, αυτός που έχει βαρβαρική ή ξενική προφορά, σε Σοφ.