Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Menander, Monostichoi, 366
German (Pape)
[Seite 449] s. βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
βλήεται: ἴδε ἐν λ. βάλλω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.
English (Autenrieth)
see βάλλω.
Spanish (DGE)
v. βάλλω.
Greek Monotonic
βλήεται: αντί βλήηται, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του βάλλω.