Διθυραμβογενής

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δῐθῠραμβογενής Medium diacritics: Διθυραμβογενής Low diacritics: Διθυραμβογενής Capitals: ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Dithyrambogenḗs Transliteration B: Dithyrambogenēs Transliteration C: Dithyramvogenis Beta Code: *diqurambogenh/s

English (LSJ)

   A v. διθύραμβος 11.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.

Greek Monotonic

Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.