εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.
3ᵉ sg. de ἐδέγμην.
see δέχομαι.
ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.