ἐνικάτθεο
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ἐνι-κάτθετο, Ep. aor. 2 of ἐγκατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐγκατατίθημι.
Greek Monotonic
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Επικ. αντί ἐγκαταθοῦ, ἐγκατέθετο και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθημι.