Οἰχαλία
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, name of several cities, one in Thessaly, Il.2.730 ; another in Euboea, S.Tr.354, cf. Str.9.5.17:—Adj. Οἰχᾰλιεύς, έως, Ep. ῆος, ὁ, Il.2.596,730:—also Οἰχᾰλιώτης, St.Byz.:—Ep.Adv. οἰσυπ-ίηθεν,
A from Oechalia, Il.2.596.
Greek (Liddell-Scott)
Οἰχᾰλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὄνομα πολλῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν πόλεων, ὧν μία ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. Β. 730· ἑτέρα ἐν Εὐβοίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 354, πρβλ. 74, Στράβ. 438· - Οἰχαλιεύς, έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, κάτοικος τῆς Οἰχαλίας, Ἰλ. Β. 596, 730· καὶ Οἰχαλιώτης, Στέφ. Βυζ.· - Ἐπικ. ἐπίρρ. -ίηθεν, ἐκ τῆς Οἰχαλίας, Β. 596.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Œkhalia, ville :
1 de Thessalie;
2 de Messénie;
3 en Eubée;
4 en Étolie.
Étymologie:.
Greek Monotonic
Οἰχᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη Θεσσαλία, σε Ομήρ. Ιλ.· Οἰχαλιεύς, -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ.