Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Menander, Monostichoi, 249French (Bailly abrégé)
inf. f. Act. épq. de πείθω.
Greek Monotonic
πεισέμεν: Επικ. αντί πείσειν, μέλ. απαρ. του πείθω.