βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
inf. f. Act. épq. de πείθω.
πεισέμεν: Επικ. αντί πείσειν, μέλ. απαρ. του πείθω.