πεισέμεν

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

French (Bailly abrégé)

inf. f. Act. épq. de πείθω.

Greek Monotonic

πεισέμεν: Επικ. αντί πείσειν, μέλ. απαρ. του πείθω.