Σωκρατίδιον
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
German (Pape)
[Seite 1059] τό, dim. von Σωκράτης, Ar. Nubb. 223.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
« cher petit Socrate, Socratounet ».
Étymologie: Σωκράτης.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του Σωκράτης.
Greek Monotonic
Σωκρατίδιον: τό, υποκορ. του Σωκράτη, Σωκρατάκη! σε Αριστοφ.