ὑπερέπτα
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
A v. ὑπερπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέπτα: ἴδε ὑπερπέτομαι.
Greek Monotonic
ὑπερέπτα: γʹ ενικ. Ενεργ. αορ. βʹ του ὑπερπέτομαι.