Σαρδιανικός

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Σαρδιανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις Σάρδεις («ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

Σαρδιᾱνικός: сардский Arph.