κεχάρηκα

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source

Greek (Liddell-Scott)

κεχάρηκα: κεχάρημαι, κεχαρησέμεν, κεχαρήσεται, κεχάρητο, -ηντο, κεχαρηώς, ἴδε ἐν λέξ. χαίρω.

French (Bailly abrégé)

v. χαίρω.

Greek Monotonic

κεχάρηκα: κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

κεχάρηκα: (χᾰ) pf. к χαίρω.