ἐνικάτθεο
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ἐνι-κάτθετο, Ep. aor. 2 of ἐγκατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐγκατατίθημι.
Greek Monotonic
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Επικ. αντί ἐγκαταθοῦ, ἐγκατέθετο και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνικάτθεο: Hes. 2 л. sing. imper. к ἐγκατατίθημι.