κρεμόω

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source

Greek (Liddell-Scott)

κρεμόω: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.

French (Bailly abrégé)

fut. épq. de κρεμάννυμι.

Greek Monotonic

κρεμόω: Επικ. μέλ. του κρεμάννυμι· Αττ. κρεμῶ.

Russian (Dvoretsky)

κρεμόω: эп. fut. к κρεμάννυμι.