κρεμόω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
Epic fut. of κρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμόω ep. fut. van κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κρεμόω: эп. fut. к κρεμάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμόω: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
Greek Monotonic
κρεμόω: Επικ. μέλ. του κρεμάννυμι· Αττ. κρεμῶ.