τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
ἀμπέμπω: ποιητ. ἀντὶ ἀναπέμπω.
c. ἀναπέμπω.
ἀμπέμπω: ποιητ. αντί ἀναπέμπω.
ἀμπέμπω: Aesch., Pind. = ἀναπέμπω.