δαμαῖος

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, der Bändiger, Poseidon, Pind. Ol. 13, 66.

Greek Monolingual

ο (Α Δαμαῑος)
νεοελλ.
βιολ. γένος ακάρεων
αρχ.
Δαμαῑος
επίκληση του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι].

Russian (Dvoretsky)

δᾱμαῖος: ὁ укротитель (коня) (эпитет Посидона) Pind.