δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 1349] ον, gen. ονος, dor. statt χερείων.
-ῇον, Αβλ. χερείων.
χερῄων: 2, gen. ονος дор. = χερείων.