σιμβληΐς

From LSJ
Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

German (Pape)

[Seite 882] ίδος, bes. fem. zu σιμβλήϊος; πέτρα σιμβληΐς, eine den Bienen als Bienenstock dienende Felsenhöhle, Ap. Rh. 1, 880; σιμβληΐδες μέλισσαι, Zonas 6 (IX, 226).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. σιμβλήϊος.

Russian (Dvoretsky)

σιμβληΐς: ΐδος (ῐδ) adj. f обитающий в улье (μέλισσαι Anth.).