σιμβληΐς
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
German (Pape)
[Seite 882] ίδος, bes. fem. zu σιμβλήϊος; πέτρα σιμβληΐς, eine den Bienen als Bienenstock dienende Felsenhöhle, Ap. Rh. 1, 880; σιμβληΐδες μέλισσαι, Zonas 6 (IX, 226).
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. σιμβλήϊος.
Russian (Dvoretsky)
σιμβληΐς: ΐδος (ῐδ) adj. f обитающий в улье (μέλισσαι Anth.).