ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
α, ον :ion. c. Φοίβειος.
-ΐη, -ον, Αιων. τ. βλ. Φοίβειος.
Φοιβήϊος: и 2 ион. = Φοίβειος.