Φοιβήϊος

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
ion. c. Φοίβειος.

Greek Monolingual

-ΐη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. Φοίβειος.

Russian (Dvoretsky)

Φοιβήϊος: и 2 ион. = Φοίβειος.