ἐκθύμως
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ardeur, avec acharnement.
Étymologie: ἔκθυμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθύμως: (ῡ) страстно, ревностно, тж. ожесточенно (ὁρμᾶν Polyb.; ἐρίζειν Luc.; μάχεσθαι и ἀγωνίζεσθαι Plut.).