ἔκθυμος
English (LSJ)
ἔκθυμον,
A spirited, ardent, φίλων ὑπηρεσίαι Plu.Aem.12,cf. App. BC5.38 (Sup.). Adv. ἐκθύμως = ardently, Diog.Oen.15; ἐρίζειν Luc.JTr. 16; vehemently, bravely, ὥρμησε Plb.2.67.7, cf. 1.17.9 (Comp.); ἀγωνίζεσθαι D.H.2.54, etc.
Spanish (DGE)
-ον
I 1enfadado, furioso ἔ. δὲ γενόμενος ὁ βασιλεύς LXX 2Ma.7.3, cf. 7.39.
2 ardiente, apasionado φίλων ὑπηρεσίαι Plu.Aem.12, ἱκετεία I.AI 19.25, τις ἐκθυμότατα συνηγορῶν Hld.10.14.5.
3 valeroso, brioso τειχομαχία App.BC 5.38, (Μυσοί) Philostr.Iun.Im.10.3
•compar. y sup. neutr. como adv. ὥρμησαν ἐκθυμότερον τοῦ δέοντος Plb.1.17.9, ἐκθυμότατα τιμωρεῖσθαι D.S.11.6.4.
II adv. ἐκθύμως
1 ardientemente, apasionadamente ἐρίζειν Luc.ITr.16, ἀγωνίζεσθαι D.H.2.54, πρὸς φιλο[σοφίαν] ἐ. ἔ[πειθον Diog.Oen.62.1.10
•c. ἔχειν tener una actitud apasionada πρὸς τὰς ἐριστικὰς φιλονεικίας ἐ. ἔχοντες Gr.Nyss.Apoll.210.16
•emocionadamente, de corazón ἀσπάζομαι ἐ. τὴν ὑμετέραν πατρικὴν διάθεσιν PMasp.64.12 (VI d.C.), Στ] ρατ[ον] είκην ... ἐ. κλαῦσε [φί] λος γαμέτης a Estratónica la lloró su esposo amado con todo su corazón, MAMA 5.App.R.28 (Frigia, imper.).
2 valientemente κινδυνεύειν Plb.18.22.4, cf. 2.67.7, τιμῶντι τὰ πάτρια Ph.2.586, cf. 1.567.
German (Pape)
[Seite 761] mutig, leidenschaftlich, hitzig, von Menschen u. Dingen, wie τειχομαχίας ἐκθυμοτάτης γενομένης App. Civ. 5, 88. Bei Aesch. Pers. 364 erkl. man τοσαῦτ' ἔλεξε κάρθ' ὑπ' ἐκθύμου φρενός = sinnlos. – Adv., ἐκθύμως ἀγωνίζεσθαι D. Hal. 2, 54; ἐρίζειν Luc. Iup. Trag. 16; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l'esprit excité, ardent.
Étymologie: ἐκ, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
ἔκθῡμος: страстный, пылкий, ревностный (φρήν Aesch. - v.l. εὔθυμος; ὑπηρεσίαι φίλων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθῡμος: -ον, ἐκτὸς ἑαυτοῦ, μανιώδης, ἄφρων, Λατ. demens, κάρθ’ ὑπ’ ἐκθύμου φρενόὸς (ὡς παρ. Ὁμ., ἐκ θυμοῦ πεσέειν) Αἰσχύλ. Πέρσ. 372 (ὡς ο Ἄλδος ἀντὶ εὐθύμου ἐν τῶ Μεδ. χειρογρ.)˙ ― ἔνθερμος, πρόθυμος, πρόφρων, Πλουτ. Αἰμίλ. 12. ― Ἐπίρρ. ἐκθύμως, προθύμως, μετὰ ζήλου, γενναίως, Διον. Ἁλ. 2. 54, κλ.˙ ὑπερφυῶς, ἄγαν, Λατ. improbe, Πολύβ. 2. 67, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκθυμος, -ον)
Ι. αυτός που προέρχεται από ζωηρή προθυμία, εγκάρδιος («ἐκθυμος αποδοχή»)
αρχ.
εκτός εαυτού, μανιώδης
II. επίρρ. εκθύμως (AM ἐκθύμως)
ολόψυχα, εγκάρδια («αποδέχομαι εκθύμως την πρόσκληση»)
αρχ.
1. υπερβολικά, με εμπάθεια
2. ορμητικά, ριψοκίνδυνα, γενναία.
Greek Monotonic
ἔκθῡμος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται εκτός εαυτού, αναίσθητος, μανιώδης, Λατ. demens, σε Αισχύλ.
II. ένθερμος, πρόθυμος, φλογερός, διακαής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἔκ-θῡμος, ον
I. out of one's mind, senseless, Lat. demens, Aesch.
II. very spirited, ardent, Plut.