κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Source
German (Pape)
[Seite 129] s. ἀναπάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπεπαλών: ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 épq. de ἀναπάλλω.
English (Autenrieth)
see ἀναπάλλω.
Greek Monotonic
ἀμπεπαλών: Επικ. αντί ἀναπεπαλών, αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπεπαλών: эп. part. aor. 2 к ἀναπάλλω.