ἰσχομένως
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
Adv., (ῐσχω)
A with checks or hindrances, Pl.Cra.415c.
German (Pape)
[Seite 1273] adv. zum part. praes. von ἴσχω, zurückgehalten, aufgehalten, καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχομένως: Ἐπίρρ.· (ἴσχω) μετὰ κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C.
Greek Monolingual
ἰσχομένως (Α) επίρρ. με εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχόμενος, μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. ἴσχω.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχομένως: adv. будучи задерживаемым, встречая препятствия: τὸ ἰ. πορεύεσθαι Plat. помеха движению.