ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
v. τρέφω.
ἐθρέφθην: Παθ. αορ. αʹ του τρέφω, Ενεργ. αορ. αʹ ἔθρεψα.
ἐθρέφθην: aor. 1 pass. к τρέφω.