ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ao. de ἄγω;ao. poét. de ἄγνυμι.
ἦξα: (и ἔαξα) эп. aor. к ἄγνυμι.