ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.
f. de παροράω.
παρόψομαι: μέλ. του παροράω.
παρόψομαι: fut. к παροράω.