συμπερασματικῶς
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de conclusion, en guise de conclusion.
Étymologie: συμπέρασμα.
Russian (Dvoretsky)
συμπερασματικῶς: Arst. = συμπεραντικῶς.