ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
v. κράζω.
κέκρᾱγα: παρακ. του κράζω.
κέκρᾱγα: pf. к κράζω.
κέκραγα perf. act. van κράζω.