δεῖος
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
Greek (Liddell-Scott)
δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
épq.
c. δέος.
Greek Monotonic
δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δεῖος: I только gen. δείους τό Hom. = δέος.
II ὁ дий (один из музыкальных ладов) Plut.