ἀκροχολία

From LSJ
Revision as of 15:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

German (Pape)

[Seite 85] und ἀκρόχολος, für ἀκραχολία und ἀκράχολος.

French (Bailly abrégé)

v. ἀκραχολία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ira violenta, irascibilidad Sopater en Stob.4.5.56, Arist.VV 1251a3, cf. ἀκραχολία.

Greek Monolingual

ακρόχολος, ακροχολώ (AM)
βλ. ακραχολία, ακράχολος, ακραχολώ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροχολία: ἡ вспыльчивость, раздражительность Plut.