γαμέτις
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
German (Pape)
[Seite 472] ιδος, ἡ, = γαμετή, Mel. 50 (V, 180).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
épouse, femme.
Étymologie: fém. de γαμέτης.
Spanish (DGE)
(γᾰμέτις) ἡ
• Morfología: [ac. sg. γαμέτιν ISmyrna 551.9 (II d.C.), IPE 2.298.10 (Panticapeo II d.C.), SEG 9.190 (Cirene II d.C.)]
esposa γ. δὲ τέτυκται Ἁφαίστου AP 5.180.3 (Mel.), λιπὼν ζωιὴν καὶ φιλ[ί] αν γαμέτιν ISmyrna l.c., cf. IPE l.c., SEG l.c.
Russian (Dvoretsky)
γᾰμέτις: ιδος ἡ Anth. = γαμετή.