γαμέτις

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

German (Pape)

[Seite 472] ιδος, ἡ, = γαμετή, Mel. 50 (V, 180).

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
épouse, femme.
Étymologie: fém. de γαμέτης.

Spanish (DGE)

(γᾰμέτις) ἡ
• Morfología: [ac. sg. γαμέτιν ISmyrna 551.9 (II d.C.), IPE 2.298.10 (Panticapeo II d.C.), SEG 9.190 (Cirene II d.C.)]
esposa γ. δὲ τέτυκται Ἁφαίστου AP 5.180.3 (Mel.), λιπὼν ζωιὴν καὶ φιλ[ί] αν γαμέτιν ISmyrna l.c., cf. IPE l.c., SEG l.c.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμέτις: ιδος ἡ Anth. = γαμετή.

Middle Liddell

a wife, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμέτις -ιδος, ἡ zie γαμετή.