διαιρετικῶς
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
French (Bailly abrégé)
adv.
en divisant, en distinguant.
Étymologie: διαιρετικός.
Russian (Dvoretsky)
διαιρετικῶς: разделяя, расчленяя (λέγειν Plut.).