σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
adv.d’une manière claire ou évidente;Sp. εὐσημότατα.Étymologie: εὔσημος.
εὐσήμως: ясно, отчетливо (μετρεῖν τι Plut.): τοῦ μᾶλλον εὐ. ἔχειν Arst. для большей ясности.