θεσμοθέσιον
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
German (Pape)
[Seite 1203] τό, VLL. u. Scholl., Erkl. von πρυτανεῖον; auch θεσμοθετεῖον, τό, Plut. Qu. S. 1, 1, 2, eigtl. die Halle, wo sich die Thesmotheten versammeln.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de réunion des thesmothètes.
Étymologie: θεσμοθέτης.
Greek Monolingual
θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθετώ
βλ. θεσμοθετείον.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοθέσιον: τό Plut. = θεσμοθετεῖον.