θεσμοθέσιον

From LSJ
Revision as of 21:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

German (Pape)

[Seite 1203] τό, VLL. u. Scholl., Erkl. von πρυτανεῖον; auch θεσμοθετεῖον, τό, Plut. Qu. S. 1, 1, 2, eigtl. die Halle, wo sich die Thesmotheten versammeln.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de réunion des thesmothètes.
Étymologie: θεσμοθέτης.

Greek Monolingual

θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθετώ
βλ. θεσμοθετείον.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοθέσιον: τό Plut. = θεσμοθετεῖον.