ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
see κακός.
κακώτερος, -έρα, -ον (Α)αλλ. τ. του κακίων.
κακώτερος: эп. = κακίων.