καταμικρόν

From LSJ
Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

German (Pape)

[Seite 1364] d. i. κατὰ μικρόν, besser getrennt geschrieben, im Kleinen, stückweis; von der Zeit, nach und nach, allmälig.

Greek (Liddell-Scott)

καταμικρόν: κάλλιον χωριστά, καταμικρόν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, βαθμηδόν.

Greek Monolingual

επίρρ. λίγο λίγο, βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μικρόν «λίγο λίγο»].

Russian (Dvoretsky)

καταμικρόν: adv., v. l. κατὰ μικρόν мало-помалу, понемногу Xen. etc.