Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
Menander, Monostichoi, 73
Greek (Liddell-Scott)
κέκμηκα: πρκμ. τοῦ κάμνω.
French (Bailly abrégé)
v. κάμνω.
Greek Monotonic
κέκμηκα: παρακ. του κάμνω· Επικ. μτχ. κεκμηώς, -ῶτος.
Russian (Dvoretsky)
κέκμηκα: pf. к κάμνω.