κορυβαντικός
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.
Greek Monolingual
κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.
Russian (Dvoretsky)
κορῠβαντικός: корибантский (σκιρτήματα Plut.).