λιμενῖτις
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
German (Pape)
[Seite 47] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, φυκίς, Apollnds. 7 (VI, 105).
Spanish
Greek Monolingual
λιμενῑτις, -ίτιδος, ἡ λιμήν
(επίκληση της Αρτέμιδος) η θεά του λιμανιού, η προστάτιδα του λιμανιού.
Russian (Dvoretsky)
λῐμενῖτις: ῐδος ἡ хранительница порта (эпитет Артемиды) Anth.