δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ου (τό) :1 petite bordure;2 casaque militaire.Étymologie: λῶμα.
λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.
λωμάτιον: τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.).