μάσομαι

From LSJ
Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

fut. de μαίομαι.

Greek Monotonic

μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.

Russian (Dvoretsky)

μάσομαι: fut. к μαίομαι.